Μια
φορά κι έναν καιρό ήταν ένας νεαρός βασιλιάς, αγαθός και καλόψυχος, που ήθελε
οι υπήκοοί του να ζούνε ικανοποιημένοι και χαρούμενοι. Επειδή, όμως, το
βασίλειό του ήταν μεγάλο και δεν μπορούσε μόνος του όλο να το κουμαντάρει,
όρισε σε κάθε του γωνιά κι από έναν αξιωματικό για να ζει από κοντά τα
προβλήματα των ανθρώπων και να δίνει λύσεις. Ο βασιλιάς, κάθε τόσο, θα περνούσε
από κάθε γωνιά για να δει αν όλα έγιναν καλώς κι αν η δουλειά των αξιωματικών
ήταν αυτή που έπρεπε.
Όμως,
κάποιοι αξιωματικοί, όσο περνούσε ο καιρός, άρχισαν να ζηλεύουν το βασιλιά και
να κάνουν φθονερές σκέψεις γι’ αυτόν. «Γιατί –σκέφτονταν - αυτός να ζει στο
παλάτι, να κυκλοφορεί με τη χρυσή άμαξα, να έχει τόσους υπηρέτες κι ό,τι λέει
να γίνεται ενώ εμείς να μην απολαμβάνουμε όλα αυτά!». Έτσι, άρχισαν να παραμελούν τη δουλειά τους επίτηδες
με αποτέλεσμα οι υπήκοοι να διαμαρτύρονται ότι ο βασιλιάς τους δεν ενδιαφερόταν
πια γι’ αυτούς. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά όποτε κάποιος τους ζήταγε μια χάρη του
την έκαναν μόνο με ανταλλάγματα, ανάλογα με το τι είχε να προσφέρει ο καθένας,
για να πλουτίζουν περισσότερο χωρίς να το ξέρει ο βασιλιάς. Άλλες πάλι φορές εξυπηρετούσαν κάποιον τάχα
χαριστικά, στην πραγματικότητα όμως εκβιάζοντας τη συνείδησή του για προσωπικά
τους οφέλη. Κι αν κάποιος τους έκανε παράπονα και δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα απ’ αυτόν, του
έλεγαν ότι ο βασιλιάς φταίει που δεν είναι ικανός να λύνει τα προβλήματα.
Σαν
να μην έφταναν αυτά, άρχισαν να κάνουν παρέα με τους αντιπάλους του βασιλιά.
Τρώγαν και πίναν μαζί τους και οι πόρτες τους ήταν πάντα ανοιχτές για αυτούς.
Κι όταν είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους ενοχλούσε το έκαναν ξεδιάντροπα, μπροστά
στον κόσμο, αυτοί μαζί με τους ραδιούργους με το αγγελικό πρόσωπο που έπαιρναν
κι έδιναν πληροφορίες, κουτσομπόλευαν σαν κοινές γυναικούλες κι είχαν βάλει τελάληδες
να κακολογούν το βασιλιά και να υπονομεύουν το έργο του. Αλλά ακόμα κι οι
γυναίκες τους, συμπεριφέρονταν κι αυτές σα βασίλισσες και τα μυαλά τους είχαν
πάρει αέρα και τριγύρναγαν δεξιά κι αριστερά σαν παγόνια, έχοντας συντροφιά τις
φιλενάδες τους σα να ήταν οι κυρίες επί των τιμών κι ήθελαν να έχουν λόγο
παντού κι έχωναν παντού τη μύτη τους.
Αυτή
η κατάντια είχε επηρεάσει τη ζωή και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Όσοι
παρέμεναν τίμιοι και μοχθούσαν καθημερινά δεν άντεχαν άλλο την αδικία και την
άνιση μεταχείριση κι όπως ήταν επόμενο το σούσουρο έφτασε και στ’ αυτιά του
βασιλιά. Ο καλός βασιλιάς δεν πίστευε το θράσος και την αχαριστία των
αξιωματικών του που τούς είχε εμπιστευτεί για το καλό του βασιλείου του! Για
μερόνυχτα σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει. Εξάλλου, σε λίγες
μέρες έφταναν τα Χριστούγεννα και το μεγάλο δέντρο μπροστά από το παλάτι θα
γέμιζε από στολίδια και δώρα…………… ………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Αγαπητοί
μας αναγνώστες,
Μέρες που έρχονται, σκεφτήκαμε να σας κάνουμε να
νιώσετε για λίγο παιδάκια και σας καλούμε να διαμορφώσετε εσείς, αφήνοντας
ελεύθερη τη φαντασία σας, το τέλος του χριστουγεννιάτικου παραμυθιού. Εμπρός
,λοιπόν, στείλτε μας τη δική σας εκδοχή για το τι θα έπρεπε να πράξει ο
βασιλιάς.
Καλές
γιορτές σε όλους!!!